- σχιζόπτερα
- σχιζόπτεροςwith clovenneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόπτερος — η, ο (Α ὁλόπτερος, ον) 1. (για έντομα) αυτός που έχει ολόκληρα φτερά, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες, σε αντιδιαστολή προς τα σχιζόπτερα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολόπτερα τα έντομα που έχουν ακέραια, ολόκληρα, αδιαίρετα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek